"Οι Τούρκοι της Κύπρου δεν είναι εχθροί μας...
Οι Τούρκοι της Κύπρου ειν' αδερφοί μας"
"Συγκινητικό" σύνθημα - μήνυμα οπαδών του ΑΚΕΛ
Θύμησες: αποσπάσματα από το ημερολόγιο ενός αιχμαλώτου του «Αττίλα»
του Κώστα Τζαβέλλα
Ο αδελφός μου Αντρέας 10 χρονών ήταν εγκλωβισμένος στην Κερύνεια με την μητέρα μας, την θεία Μαρούλα Κυπριανού (η τελευταία ηρωική εγκλωβισμένη της Κερύνειας). Ζωηρός όπως ήταν ξέφυγε της μητέρας μας και βγήκε στην ερειπωμένη Κερύνεια για να μαζέψει κάλυκες. Έφθασε μέχρι και στο Δημαρχείο της Κερύνειας, περίπου πέντε λεπτά δρόμο από το σπίτι μας και στα ανατολικά του Δημαρχείου πρόσεξε ένα νεκρό δίπλα από το περιτείχισμα του τουρκικού νεκροταφείου της Κερύνειας κοντά στην αγγλικανική εκκλησία. Αμέσως έτρεξε πίσω στο σπίτι και είπε στην μητέρα μας «μάμα κοντά στο Δημαρχείο έχει ένα νεκρό και μοιάζει του Κωστάκη». Δηλαδή ο νεκρός έμοιαζε με εμένα.
Αμέσως η μητέρα μας παρακάλεσε τον Σούλο – Χαράλαμπο, Τουρκοκύπριο βαφτισμένο χριστιανό παντρεμένο με Ελληνίδα την Στέλλα από το 1945 να πάει να δει. Πράγματι ο Σούλος - Χαράλαμπος πήγε και όταν επέστρεψε είπε στην μητέρα μας «το είδα, δεν είναι ο Κωστάκης, κάποιος άλλος είναι και μοιάζει του Κωστάκη γιατί πρήστηκε λίγο από τον ήλιο». Βλέπετε ο άλλος ήταν ήδη σε τυμπανιαία κατάσταση.
Ψευδοαστυνομικός σταθμός Μπογαζίου στον δρόμο Κερύνειας - Λευκωσίας μέσω Κιόνελι. Μια μέρα από την σύλληψη μου από τα στρατεύματα εισβολής. Έξω από το κτίριο είμαστε γύρω στα 20 άτομα δεμένα, χέρια πόδια και πετάμενοι κάτω στο χώμα. Οι Τούρκοι στρατιώτες της εισβολής περνούσαν από δίπλα μας λερωμένοι, καταϊδρωμένοι και αφού μας έφτυναν, μερικοί μας κατούρησαν, μας κλωτσοκοπούσαν μετά μανίας μέχρι που έφευγαν φέτες κρέας από επάνω μας.
Σχεδόν είχε νυχτώσει όταν κάποιος νεαρός ψευδοαστυνομικός ήρθε από επάνω μου και με ρώτησε εάν θέλω νερό. Φυσικό ήταν να θέλω νερό έπειτα σχεδόν από 48 ώρες χωρίς νερό. Τον πήρε το μάτι μου να φέρνει κοντά μου ένα λάστιχο και αφού άνοιξε την βρύση το έβαλε στο στόμα μου. Το νερό έμπαινε με δύναμη στο στόμα μου και έπινα και έπινα μέχρι που σε μια στιγμή ήθελα να το βγάλω, αλλά δεν μπορούσα γιατί τα χέρια μου ήταν δεμένα πισθάγκωνα πίσω. Το έβγαλε όμως ο ψευδοαστυνομικός και μετά έκλεισε την βρύση. Τότες του είπα δώσε και στους άλλους. Με κοίταξε, σκέφτηκε λίγο και ξανάνοιξε την βρύση και έδωσε νερό και στους άλλους.
Σε κάποια στιγμή με ρώτησε «Κώστα δεν με κατάλαβες;» Εγώ του είπα «όχι ποιος είσαι;» Αυτός μου είπες τότες «ξέχασες ότι την περασμένη βδομάδα παίζαμε ποδόσφαιρο στα Φύκια;» Φύκια ήταν η τοποθεσία πίσω από το κάστρο της Κερύνειας που παίζαμε ποδόσφαιρο τα καλοκαιρινά απογεύματα. Τότες εγώ του είπα ότι τόσο καιρό που παίζαμε ποδόσφαιρο δεν ήξερα ότι είσαι αστυνομικός και με την στολή δεν σε κατάλαβα.
Όταν έφθασε ώρα της δικής μου ανάκρισης με πήραν σηκωτό και με έβαλαν σε ένα δωμάτιο μπροστά από ένα γραφείο. Αμέσως με έδεσαν στην καρέκλα από την μέση, τα χέρια ήταν δεμένα ήδη πισθάγκωνα, έδεσαν και τα πόδια πάνω στα πόδια της καρέκλας λες και θα πετούσα να φύγω.
Σε λίγη ώρα όμως «πέτασα» στα ουράνια από το ξύλο με το να με κτυπούν με το κοντάκι επάνω στο κεφάλι. Σε κάθε κτύπημα νόμιζα ότι πετούσα στον ουρανό και μετά προσγειωνόμουν στη γη. Οι ερωτήσεις ήταν ανόητες, όσο ανόητοι ήσαν και οι δήθεν ανακριτές. Ο ένας ανακριτής ήταν Τούρκος, πρώην αξιωματικός του Κυπριακού στρατού και συνάδελφος του συγκρατούμενου μου υπολοχαγού Φωτιάδη. Ανάμεσα στους ανακριτές και ο Οσμάν Ορέκ, πρώην υπουργός της πρώτης Κυπριακής Κυβέρνησης.
Η ανάκριση δεν ήταν ανάκριση. Έκαναν ερωτήσεις που ήξεραν τις απαντήσεις λόγω κατασκοπίας. Ανόητες ερωτήσεις από ανεγκέφαλους ερωτώντες. Μετά το μαρτύριο ξανά έξω στην αυλή πετάμενοι και έρμαιοι στις ορέξεις των Τούρκων εισβολέων. Σε κάποια στιγμή μας σήκωσαν και εμένα με έβαλαν σε ένα λαντ ρόβερ και τους υπόλοιπους τους είδα να περπατάνε απέναντι του δρόμου μέσα στα χωράφια. Τους συνάντησα την επομένη το απόγευμα μέσα σε μια μάντρα απέναντι από τον ψευδοαστυνομικό σταθμό Μπογαζίου.
Το λάντ ρόβερ ξεκίνησε και αφού ανηφόρησε τον Πενταδάκτυλο με οδήγησαν στον αστυνομικό σταθμό Κερύνειας πού ήδη είχε καταληφθεί από παλικάρια της ΤΜΤ. Με έριξαν στο πάτωμα κάτω από το κλήμα φυσικά με το ανάλογο κλωτσοκόπημα, σε τουρκικό στυλ. Ανάμεσα στους ΤΜΤήδες και ο κεφάλας Αλής, σημερινός αλά Τέλης Σαβάλλας Τούρκος «πολιτικός».
Στις 24 Ιουλίου μετά τις ανακρίσεις και τους ξυλοδαρμούς στον αστυνομικό σταθμό Κερύνειας, με πήραν στο Μπογάζι και με έριξαν σε μια μάντρα όπου εκεί συνάντησα φίλους, συστρατιώτες και άλλους Κερυνειώτες. Αφού είπαμε ο καθένας τα δικά μας προσπαθήσαμε να βρούμε κανένα τρόπο να καθαρίσουμε τις πληγές μας αλλά μάταια. Μέσα στη μάντρα μόνο κόπρανα από τα αρνιά είχε.
Στις 26 Ιουλίου 1974 γύρω στις 5-6 το απόγευμα ήρθε ένας στρατιωτικός με ένα Τουρκοκύπριο ψευδοαστυνομικό και αφού με φώναξαν ονομαστικά με πήραν στον ψευδοσταθμό και αφού με έδεσαν, χέρια μάτια και πόδια με άδησνα έξω στην αυλή. Δεν πέρασε αρκετή ώρα και με πέταξαν μέσα σε μια κάσια αυτοκινήτου όπως πετάει κάποιος ένα σάκο αλεύρι. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε και το οδηγούσαν μέσα από τα χωράφια, το κατάλαβα γιατί πήγαινε όπως την βάρκα μέσα σε φουρτουνιασμένη θάλασσα. Στην κάσια ήταν μάλλον και 2 στρατιώτες οι οποίοι με κορόιδευαν (όσο νάνε καταλάβω τα τούρκικα γιατί ζούσα κοντά σε τούρκικη γειτονιά στην Κερύνεια).
Κάποτε το αυτοκίνητο σταμάτησε και με πέταξαν έξω. Άκουα πολλές φωνές, βρισιές, κλωτσιές πολλές και κάποιος με ρώτησε «πόθεν είσαι;» «τζιύρης ποιος είναι;» Εγώ του είπα και αυτός μου είπε «ξέχαστους όλους».
Σε κάποια στιγμή ένοιωσα ένα πόνο στο δεξί το πόδι και κάτι να τρέχει. Δεν μπορούσα να δω, αλλά και ούτε να αγγίξω αφού ήμουνα δεμένος. Άκουα φωνές καβγάδες και σε λίγο πάλι πίσω στην κάσια του αυτοκινήτου και πάλι ανώμαλη διαδρομή. Σταμάτησε σε κάποια στιγμή και με άφησαν μέσα στην κάσια δεν θυμάμαι πόσες ώρες. Όταν ξημέρωσε με πέταξαν έξω από την κάσια και αφού μου έλυσαν τα μάτια, χέρια και πόδια με ξαναπέταξαν μέσα στην μάντρα με τους άλλους. Με είχανε λογχίσει στο δεξί το πόδι, το τραύμα ήταν διαμπερές και είχα μια πληγή περίπου 10 εκατοστά. Είχα γλυτώσει την εκτέλεση στο χωριό Πιλέρι (μαρτυρία Χαλίλη, Τουρκοκύπριου αστυνομικού).
Στα Άδανα ήμουνα στον θάλαμο 1. 40 κρεβάτια, 80 άτομα. Κοιμόμουνα στο πάτωμα πάνω στο τσιμέντο χωρίς ένα ρούχο μόνο με το σώβρακο και μια φανέλα. Όταν ξημέρωνε δοκίμαζα να κοιμηθώ σε κρεβάτι που άδειαζε, αλλά έπρεπε να κοιμάμαι ανάσκελα γιατί εάν κοιμόμουνα μπρούμυτα κολλούσαν οι πληγές από τα γόνατά μου επάνω στο στρώμα.
Ο θάλαμος είχε προθάλαμο όπου υπήρχε το «εστιατόριο». Μας έβγαζαν έξω να περάσομε δίπλα στο «εστιατόριο» για να φάμε, αλλά μέχρι να πάμε στο «εστιατόριο», μας έσπαζαν από το ξύλο. Το τραπέζι ήταν τσιμεντένιο και οι πάγκοι επίσης τσιμεντένιοι. Τις πιο πολλές φορές οι στρατιώτες αφόδευαν πάνω στο τραπέζι ή έριχναν κανένα ποντικό ή σκουπίδια στο φαγητό. Το φαγητό ήταν νερόβραστες μελιτζάνες (βαζάνια) χωρίς λάδι μόνο με μπόλικο αλάτι. Η ποσότητα ήταν δυο τρεις μπουκιές. Αυτό ήταν όλο. Μερικές φορές ήταν ρεβίθια με πέτρες και ξύλα μέσα. Δεν είχαμε χαρτί υγείας, ούτε σαπούνι, ούτε ρούχα, ούτε πετσέτα για όσο διάστημα είμαστε εκεί. Ευτυχώς είχαμε νερό. Μόνο νερό. Υπήρχε ένα μόνιμος στρατιωτικός γιατρός, υπολοχαγός, Τουρκοκύπριος από τις Αρόδες της Πάφου, αλλά μόνο μας κλοτσούσε, δεν μας προσέφερε τίποτα άλλο. Μόνο κλωτσιές και για αυτό τον φωνάζαμε ο «γιατρός της κλωτσιάς».
Στις φυλακές της Αμάσειας μόνιμος λοχαγός στον τουρκικό στρατό ήταν και ο γιός του Ελλί Τόρτη, Τούρκου μπακάλη από την Πάνω Κερύνεια. Ούτε που μας ήξερε. Ξύλο και πάλι ξύλο από «γείτονα».
Ο διοικητής των Αδάνων όταν θα φεύγαμε για να πάμε στην Αμάσεια μας είπε επί λέξει «καλύτερα μια σφαίρα για τον καθένα σας, είναι πιο φθηνά για μας παρά να σας ταΐζομε». Τότες πετάχτηκα αυθόρμητα επάνω και του είπα θυμωμένα «δεν ήξερα ότι τα βαζάνια εν πιο ακριβά που τις σφαίρες στην Τουρκία». Όταν ο διερμηνέας του το μετάφρασε ο ίδιος ο διοικητής με κλωτσοκόπησε με τόση δύναμη που ακόμη θα πονάει τα πόδια του.
Στις 13 Αυγούστου 1974 ο Βαρτάν, Τούρκος βασανιστής που είχε χόμπι να μας κόβει το μάγουλο με ένα πελώριο νυχοκόπτη, μπήκε στον θάλαμο 1 και αφού με πήρε, με οδήγησε σε ένα υπόγειο μαζί με 2 άλλους από τον θάλαμο 2 για να το καθαρίσομε. Εκεί ήταν και ο διερμηνέας. Στο υπόγειο είχε ξεροκόμματα από ψωμιά. Ρωτήσαμε τον διερμηνέα ποιοι ήταν εκεί και μας είπε ότι είχε άλλους και από αύριο θα γεμίσει πάλι. Εμείς είναι σε όλους γνωστό ότι είμαστε οι πρώτοι που επήγαμε στην Τουρκία. Ποιοι άλλοι ήσαν εκεί και που τους έβαλαν ή μάλλον τι τους έκαναν;
Πράγματι την άλλη μέρα άρχισε η δεύτερη φάση της εισβολής. Από το διπλανό αεροδρόμιο των Αδάνων ακούγαμε τα αεροπλάνα και τα ελικόπτερα που εφορμούσαν για την Κύπρο. Η μητέρα μου ήταν εγκλωβισμένη και όταν πήγε στο ξενοδοχείο Ντόουμ στην Κερύνεια για να παραλάβει μήνυμα από τον πατέρα μου ρώτησε τον Χουσεΐν, αστυνομικό στην είσοδο του ξενοδοχείου να ρωτήσει και να μάθει για μένα. Της είπε επί λέξει «ο γιός σου εν μες την τρίτη φουρνιά που πήγε Τουρκία». Αφού εμείς οι 385 είμαστε σε όλους γνωστό ότι είμαστε η πρώτη φουρνιά τι έγιναν οι άλλες δύο φουρνιές; Έχει σχέση το υπόγειο που καθαρίσαμε στις 13 Αυγούστου;
Στις 15 Αυγούστου 1974 αργά το απόγευμα άνοιξαν οι πόρτες και μέσα στον θάλαμο όρμησαν οι πιλότοι των πολεμικών αεροπλάνων της τουρκικής αεροπορίας και μας ξυλοφόρτωσαν γιατί έχασαν συνάδελφους τους στη Κύπρο. Θαυμάστε τους!
Ανακριτής στην Τουρκία ήταν και πάλι, εκτός από τους στρατιωτικούς, και ο Οσμάν Ορέκ, πρώην υπουργός της πρώτης κυβέρνησης της Κύπρου.
Αυτά τα ολίγα για να θυμάστε και να μην ξεχνάτε. Κοιτάξετε με προσοχή το πρώτο βίντεο που προβάλλεται από τις τηλεοράσεις με τους γυμνούς αιχμαλώτους. Είμαστε η πρώτη φουρνιά στις φυλακές των Αδάνων. Οι πιο αισχροί βασανιστές ήσαν πρώτα οι Τούρκοι της Κύπρου και μετά οι Τούρκοι της Τουρκίας.
του Κώστα Τζαβέλλα
Ο αδελφός μου Αντρέας 10 χρονών ήταν εγκλωβισμένος στην Κερύνεια με την μητέρα μας, την θεία Μαρούλα Κυπριανού (η τελευταία ηρωική εγκλωβισμένη της Κερύνειας). Ζωηρός όπως ήταν ξέφυγε της μητέρας μας και βγήκε στην ερειπωμένη Κερύνεια για να μαζέψει κάλυκες. Έφθασε μέχρι και στο Δημαρχείο της Κερύνειας, περίπου πέντε λεπτά δρόμο από το σπίτι μας και στα ανατολικά του Δημαρχείου πρόσεξε ένα νεκρό δίπλα από το περιτείχισμα του τουρκικού νεκροταφείου της Κερύνειας κοντά στην αγγλικανική εκκλησία. Αμέσως έτρεξε πίσω στο σπίτι και είπε στην μητέρα μας «μάμα κοντά στο Δημαρχείο έχει ένα νεκρό και μοιάζει του Κωστάκη». Δηλαδή ο νεκρός έμοιαζε με εμένα.
Αμέσως η μητέρα μας παρακάλεσε τον Σούλο – Χαράλαμπο, Τουρκοκύπριο βαφτισμένο χριστιανό παντρεμένο με Ελληνίδα την Στέλλα από το 1945 να πάει να δει. Πράγματι ο Σούλος - Χαράλαμπος πήγε και όταν επέστρεψε είπε στην μητέρα μας «το είδα, δεν είναι ο Κωστάκης, κάποιος άλλος είναι και μοιάζει του Κωστάκη γιατί πρήστηκε λίγο από τον ήλιο». Βλέπετε ο άλλος ήταν ήδη σε τυμπανιαία κατάσταση.
Ψευδοαστυνομικός σταθμός Μπογαζίου στον δρόμο Κερύνειας - Λευκωσίας μέσω Κιόνελι. Μια μέρα από την σύλληψη μου από τα στρατεύματα εισβολής. Έξω από το κτίριο είμαστε γύρω στα 20 άτομα δεμένα, χέρια πόδια και πετάμενοι κάτω στο χώμα. Οι Τούρκοι στρατιώτες της εισβολής περνούσαν από δίπλα μας λερωμένοι, καταϊδρωμένοι και αφού μας έφτυναν, μερικοί μας κατούρησαν, μας κλωτσοκοπούσαν μετά μανίας μέχρι που έφευγαν φέτες κρέας από επάνω μας.
Σχεδόν είχε νυχτώσει όταν κάποιος νεαρός ψευδοαστυνομικός ήρθε από επάνω μου και με ρώτησε εάν θέλω νερό. Φυσικό ήταν να θέλω νερό έπειτα σχεδόν από 48 ώρες χωρίς νερό. Τον πήρε το μάτι μου να φέρνει κοντά μου ένα λάστιχο και αφού άνοιξε την βρύση το έβαλε στο στόμα μου. Το νερό έμπαινε με δύναμη στο στόμα μου και έπινα και έπινα μέχρι που σε μια στιγμή ήθελα να το βγάλω, αλλά δεν μπορούσα γιατί τα χέρια μου ήταν δεμένα πισθάγκωνα πίσω. Το έβγαλε όμως ο ψευδοαστυνομικός και μετά έκλεισε την βρύση. Τότες του είπα δώσε και στους άλλους. Με κοίταξε, σκέφτηκε λίγο και ξανάνοιξε την βρύση και έδωσε νερό και στους άλλους.
Σε κάποια στιγμή με ρώτησε «Κώστα δεν με κατάλαβες;» Εγώ του είπα «όχι ποιος είσαι;» Αυτός μου είπες τότες «ξέχασες ότι την περασμένη βδομάδα παίζαμε ποδόσφαιρο στα Φύκια;» Φύκια ήταν η τοποθεσία πίσω από το κάστρο της Κερύνειας που παίζαμε ποδόσφαιρο τα καλοκαιρινά απογεύματα. Τότες εγώ του είπα ότι τόσο καιρό που παίζαμε ποδόσφαιρο δεν ήξερα ότι είσαι αστυνομικός και με την στολή δεν σε κατάλαβα.
Όταν έφθασε ώρα της δικής μου ανάκρισης με πήραν σηκωτό και με έβαλαν σε ένα δωμάτιο μπροστά από ένα γραφείο. Αμέσως με έδεσαν στην καρέκλα από την μέση, τα χέρια ήταν δεμένα ήδη πισθάγκωνα, έδεσαν και τα πόδια πάνω στα πόδια της καρέκλας λες και θα πετούσα να φύγω.
Σε λίγη ώρα όμως «πέτασα» στα ουράνια από το ξύλο με το να με κτυπούν με το κοντάκι επάνω στο κεφάλι. Σε κάθε κτύπημα νόμιζα ότι πετούσα στον ουρανό και μετά προσγειωνόμουν στη γη. Οι ερωτήσεις ήταν ανόητες, όσο ανόητοι ήσαν και οι δήθεν ανακριτές. Ο ένας ανακριτής ήταν Τούρκος, πρώην αξιωματικός του Κυπριακού στρατού και συνάδελφος του συγκρατούμενου μου υπολοχαγού Φωτιάδη. Ανάμεσα στους ανακριτές και ο Οσμάν Ορέκ, πρώην υπουργός της πρώτης Κυπριακής Κυβέρνησης.
Η ανάκριση δεν ήταν ανάκριση. Έκαναν ερωτήσεις που ήξεραν τις απαντήσεις λόγω κατασκοπίας. Ανόητες ερωτήσεις από ανεγκέφαλους ερωτώντες. Μετά το μαρτύριο ξανά έξω στην αυλή πετάμενοι και έρμαιοι στις ορέξεις των Τούρκων εισβολέων. Σε κάποια στιγμή μας σήκωσαν και εμένα με έβαλαν σε ένα λαντ ρόβερ και τους υπόλοιπους τους είδα να περπατάνε απέναντι του δρόμου μέσα στα χωράφια. Τους συνάντησα την επομένη το απόγευμα μέσα σε μια μάντρα απέναντι από τον ψευδοαστυνομικό σταθμό Μπογαζίου.
Το λάντ ρόβερ ξεκίνησε και αφού ανηφόρησε τον Πενταδάκτυλο με οδήγησαν στον αστυνομικό σταθμό Κερύνειας πού ήδη είχε καταληφθεί από παλικάρια της ΤΜΤ. Με έριξαν στο πάτωμα κάτω από το κλήμα φυσικά με το ανάλογο κλωτσοκόπημα, σε τουρκικό στυλ. Ανάμεσα στους ΤΜΤήδες και ο κεφάλας Αλής, σημερινός αλά Τέλης Σαβάλλας Τούρκος «πολιτικός».
Στις 24 Ιουλίου μετά τις ανακρίσεις και τους ξυλοδαρμούς στον αστυνομικό σταθμό Κερύνειας, με πήραν στο Μπογάζι και με έριξαν σε μια μάντρα όπου εκεί συνάντησα φίλους, συστρατιώτες και άλλους Κερυνειώτες. Αφού είπαμε ο καθένας τα δικά μας προσπαθήσαμε να βρούμε κανένα τρόπο να καθαρίσουμε τις πληγές μας αλλά μάταια. Μέσα στη μάντρα μόνο κόπρανα από τα αρνιά είχε.
Στις 26 Ιουλίου 1974 γύρω στις 5-6 το απόγευμα ήρθε ένας στρατιωτικός με ένα Τουρκοκύπριο ψευδοαστυνομικό και αφού με φώναξαν ονομαστικά με πήραν στον ψευδοσταθμό και αφού με έδεσαν, χέρια μάτια και πόδια με άδησνα έξω στην αυλή. Δεν πέρασε αρκετή ώρα και με πέταξαν μέσα σε μια κάσια αυτοκινήτου όπως πετάει κάποιος ένα σάκο αλεύρι. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε και το οδηγούσαν μέσα από τα χωράφια, το κατάλαβα γιατί πήγαινε όπως την βάρκα μέσα σε φουρτουνιασμένη θάλασσα. Στην κάσια ήταν μάλλον και 2 στρατιώτες οι οποίοι με κορόιδευαν (όσο νάνε καταλάβω τα τούρκικα γιατί ζούσα κοντά σε τούρκικη γειτονιά στην Κερύνεια).
Κάποτε το αυτοκίνητο σταμάτησε και με πέταξαν έξω. Άκουα πολλές φωνές, βρισιές, κλωτσιές πολλές και κάποιος με ρώτησε «πόθεν είσαι;» «τζιύρης ποιος είναι;» Εγώ του είπα και αυτός μου είπε «ξέχαστους όλους».
Σε κάποια στιγμή ένοιωσα ένα πόνο στο δεξί το πόδι και κάτι να τρέχει. Δεν μπορούσα να δω, αλλά και ούτε να αγγίξω αφού ήμουνα δεμένος. Άκουα φωνές καβγάδες και σε λίγο πάλι πίσω στην κάσια του αυτοκινήτου και πάλι ανώμαλη διαδρομή. Σταμάτησε σε κάποια στιγμή και με άφησαν μέσα στην κάσια δεν θυμάμαι πόσες ώρες. Όταν ξημέρωσε με πέταξαν έξω από την κάσια και αφού μου έλυσαν τα μάτια, χέρια και πόδια με ξαναπέταξαν μέσα στην μάντρα με τους άλλους. Με είχανε λογχίσει στο δεξί το πόδι, το τραύμα ήταν διαμπερές και είχα μια πληγή περίπου 10 εκατοστά. Είχα γλυτώσει την εκτέλεση στο χωριό Πιλέρι (μαρτυρία Χαλίλη, Τουρκοκύπριου αστυνομικού).
Στα Άδανα ήμουνα στον θάλαμο 1. 40 κρεβάτια, 80 άτομα. Κοιμόμουνα στο πάτωμα πάνω στο τσιμέντο χωρίς ένα ρούχο μόνο με το σώβρακο και μια φανέλα. Όταν ξημέρωνε δοκίμαζα να κοιμηθώ σε κρεβάτι που άδειαζε, αλλά έπρεπε να κοιμάμαι ανάσκελα γιατί εάν κοιμόμουνα μπρούμυτα κολλούσαν οι πληγές από τα γόνατά μου επάνω στο στρώμα.
Ο θάλαμος είχε προθάλαμο όπου υπήρχε το «εστιατόριο». Μας έβγαζαν έξω να περάσομε δίπλα στο «εστιατόριο» για να φάμε, αλλά μέχρι να πάμε στο «εστιατόριο», μας έσπαζαν από το ξύλο. Το τραπέζι ήταν τσιμεντένιο και οι πάγκοι επίσης τσιμεντένιοι. Τις πιο πολλές φορές οι στρατιώτες αφόδευαν πάνω στο τραπέζι ή έριχναν κανένα ποντικό ή σκουπίδια στο φαγητό. Το φαγητό ήταν νερόβραστες μελιτζάνες (βαζάνια) χωρίς λάδι μόνο με μπόλικο αλάτι. Η ποσότητα ήταν δυο τρεις μπουκιές. Αυτό ήταν όλο. Μερικές φορές ήταν ρεβίθια με πέτρες και ξύλα μέσα. Δεν είχαμε χαρτί υγείας, ούτε σαπούνι, ούτε ρούχα, ούτε πετσέτα για όσο διάστημα είμαστε εκεί. Ευτυχώς είχαμε νερό. Μόνο νερό. Υπήρχε ένα μόνιμος στρατιωτικός γιατρός, υπολοχαγός, Τουρκοκύπριος από τις Αρόδες της Πάφου, αλλά μόνο μας κλοτσούσε, δεν μας προσέφερε τίποτα άλλο. Μόνο κλωτσιές και για αυτό τον φωνάζαμε ο «γιατρός της κλωτσιάς».
Στις φυλακές της Αμάσειας μόνιμος λοχαγός στον τουρκικό στρατό ήταν και ο γιός του Ελλί Τόρτη, Τούρκου μπακάλη από την Πάνω Κερύνεια. Ούτε που μας ήξερε. Ξύλο και πάλι ξύλο από «γείτονα».
Ο διοικητής των Αδάνων όταν θα φεύγαμε για να πάμε στην Αμάσεια μας είπε επί λέξει «καλύτερα μια σφαίρα για τον καθένα σας, είναι πιο φθηνά για μας παρά να σας ταΐζομε». Τότες πετάχτηκα αυθόρμητα επάνω και του είπα θυμωμένα «δεν ήξερα ότι τα βαζάνια εν πιο ακριβά που τις σφαίρες στην Τουρκία». Όταν ο διερμηνέας του το μετάφρασε ο ίδιος ο διοικητής με κλωτσοκόπησε με τόση δύναμη που ακόμη θα πονάει τα πόδια του.
Στις 13 Αυγούστου 1974 ο Βαρτάν, Τούρκος βασανιστής που είχε χόμπι να μας κόβει το μάγουλο με ένα πελώριο νυχοκόπτη, μπήκε στον θάλαμο 1 και αφού με πήρε, με οδήγησε σε ένα υπόγειο μαζί με 2 άλλους από τον θάλαμο 2 για να το καθαρίσομε. Εκεί ήταν και ο διερμηνέας. Στο υπόγειο είχε ξεροκόμματα από ψωμιά. Ρωτήσαμε τον διερμηνέα ποιοι ήταν εκεί και μας είπε ότι είχε άλλους και από αύριο θα γεμίσει πάλι. Εμείς είναι σε όλους γνωστό ότι είμαστε οι πρώτοι που επήγαμε στην Τουρκία. Ποιοι άλλοι ήσαν εκεί και που τους έβαλαν ή μάλλον τι τους έκαναν;
Πράγματι την άλλη μέρα άρχισε η δεύτερη φάση της εισβολής. Από το διπλανό αεροδρόμιο των Αδάνων ακούγαμε τα αεροπλάνα και τα ελικόπτερα που εφορμούσαν για την Κύπρο. Η μητέρα μου ήταν εγκλωβισμένη και όταν πήγε στο ξενοδοχείο Ντόουμ στην Κερύνεια για να παραλάβει μήνυμα από τον πατέρα μου ρώτησε τον Χουσεΐν, αστυνομικό στην είσοδο του ξενοδοχείου να ρωτήσει και να μάθει για μένα. Της είπε επί λέξει «ο γιός σου εν μες την τρίτη φουρνιά που πήγε Τουρκία». Αφού εμείς οι 385 είμαστε σε όλους γνωστό ότι είμαστε η πρώτη φουρνιά τι έγιναν οι άλλες δύο φουρνιές; Έχει σχέση το υπόγειο που καθαρίσαμε στις 13 Αυγούστου;
Στις 15 Αυγούστου 1974 αργά το απόγευμα άνοιξαν οι πόρτες και μέσα στον θάλαμο όρμησαν οι πιλότοι των πολεμικών αεροπλάνων της τουρκικής αεροπορίας και μας ξυλοφόρτωσαν γιατί έχασαν συνάδελφους τους στη Κύπρο. Θαυμάστε τους!
Ανακριτής στην Τουρκία ήταν και πάλι, εκτός από τους στρατιωτικούς, και ο Οσμάν Ορέκ, πρώην υπουργός της πρώτης κυβέρνησης της Κύπρου.
Αυτά τα ολίγα για να θυμάστε και να μην ξεχνάτε. Κοιτάξετε με προσοχή το πρώτο βίντεο που προβάλλεται από τις τηλεοράσεις με τους γυμνούς αιχμαλώτους. Είμαστε η πρώτη φουρνιά στις φυλακές των Αδάνων. Οι πιο αισχροί βασανιστές ήσαν πρώτα οι Τούρκοι της Κύπρου και μετά οι Τούρκοι της Τουρκίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου