Το παράξενο παιδί που έφτυσε το φονιά του
ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Διάβασα πριν από λίγο αυτή την ιστορία με τον Τούρκο ηθοποιό που αποκάλυψε σε εκπομπή τουρκικού τηλεοπτικού καναλιού ότι σκότωσε στην εισβολή του ΄74 δέκα Ελληνοκύπριους. Όταν μπήκα στο διαδίκτυο και «κατέβασα» την εφημερίδα και έφτασα στη σελίδα με το ρεπορτάζ αυτό, εμφανίστηκε στο γραφείο και η καθαρίστρια, η κυρία Μαρούλα -μετανάστρια στο βόρειο Λονδίνο από τον καιρό της προσφυγιάς- με εκείνη την τρομερή ηλεκτρική σκούπα της που σείει συθέμελα το κτήριο με τις δονήσεις και το θόρυβό της. Γύρισε και με κοίταξε με ελαφριά έκπληξη γιατί για πρώτη φορά παρέμεινα στο χώρο και δεν έσπευσα έξω μέχρι να τελειώσει τη δουλειά της.
Στην πραγματικότητα δεν ακούω ούτε την καμπανιστή φωνή της καθαρίστριας, ούτε την επίφοβη σκούπα της, γιατί η αφήγηση του Ατίλα Ολγκάτς με παίρνει πολύ μακριά και πολύ πίσω: «Είπα στο διοικητή μας ότι εγώ είμαι καλλιτέχνης και δεν μπορώ να σκοτώσω. Μου απάντησε: 'Εδώ τελειώνει η τέχνη, εδώ αρχίζει η αληθινή ζωή, ο πόλεμος. Σου έδωσα εντολή κι εσύ θα σκοτώσεις'. Ο πρώτος που σκότωσα ήταν ένας 19χρονος αιχμάλωτος στρατιώτης. Όταν έτεινα το όπλο προς το μέρος του, με έφτυσε. Τον πυροβόλησα στο μέτωπο και πέθανε. Στη συνέχεια, σκότωσα άλλους εννιά. Και αφού τους σκότωνα, πήγαινα στο αρχηγείο και έκλαιγα, αλλά την επομένη, σκότωνα και πάλιν».
Ξεκινώ λοιπόν να γράφω αυτό το κείμενο για τον Ατίλα Ολγκάτς κι όπου με βγάλει. Εννοώ ότι δεν έχω στο μυαλό μου ένα τουλάχιστον αδρό περίγραμμα για το τι θέλω να πω και πού θέλω να καταλήξω, όπως έχω συνήθως κάθε μέρα με τα χρονογραφήματά μου στη στήλη. Ομολογώ ότι δεν ξέρω τι θέλω να πω και δεν ξέρω πού θέλω να καταλήξω, προχωρώ στα τυφλά, με το ένστικτο, μπουσουλώντας στα τέσσερα, σαν μωρό. Δηλαδή απογυμνωμένος από κάθε διάθεση εκλογίκευσης και διαλογικού φιλτραρίσματος της σκέψης μου.
Απ' όλα όσα αφηγήθηκε, μένω για πολλή ώρα κολλημένος σ' αυτές τις τρεις φράσεις που ο Τούρκος ηθοποιός εκστόμισε έτσι πληροφοριακά και χαλαρά, χωρίς να υποψιάζεται την ανατρεπτική τους φύση: «Ο πρώτος που σκότωσα ήταν ένας 19χρονος αιχμάλωτος στρατιώτης. Όταν έτεινα το όπλο προς το μέρος του, με έφτυσε. Τον πυροβόλησα στο μέτωπο και πέθανε».Λέω ότι θα ήθελα να ήξερα το όνομα αυτού του 19χρονου παιδιού που εξαφανίστηκε μέσα στη λήθη του χρόνου, μέσα στο χώμα που τον σκεπάζει για τριάντα πέντε χρόνια, ίσως σε μια κιτρινισμένη πια και αδιάφορη στους πολλούς, λίστα αγνοουμένων. Αυτού του παιδιού που ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερος από μένα όταν έγινε η εισβολή, που είχε εκείνη την ψυχολογία που είχαμε όλοι στην εφηβεία μας, την ψυχολογία των παιδιών που δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους, των συναισθηματικών και ντόπρων παιδιών που αντιδρούν έτσι όπως ακριβώς σκέφτονται, των παιδιών που δεν ανέχονται να τους προσβάλλουν, να τους διατάζουν και να τους θίγουν το φιλότιμο.Λέω ότι θα ήθελα να ήξερα το όνομα αυτού του 19χρονου αγοριού που η ζωή του τέλειωσε τόσο όμορφα εκείνο το καυτό καλοκαίρι, αυτού του συναισθηματικού αλλά και σκληρού και άγριου αγοριού που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει σαν εμάς. Που δεν πρόλαβε να μαλακώσει σαν εμάς. Που δεν πρόλαβε να φοβηθεί σαν εμάς. Και που δεν πρόλαβε να συμβιβαστεί και να γίνει πολιτισμένος σαν εμάς.
Ναι, λέω ότι θα ήθελα να ήξερα το όνομα αυτού του παράξενου αγοριού που εκείνη την τελευταία στιγμή της ζωής του κοίταξε καλά τη μαύρη κάννη του όπλου που τον σημάδευε, αυτού του παράξενου αγοριού που κοίταξε κατάματα το δολοφόνο του και τον έφτυσε στα μούτρα πριν εκείνος πατήσει τη σκανδάλη και του φυτέψει μια σφαίρα στο μέτωπο.
Διάβασα πριν από λίγο αυτή την ιστορία με τον Τούρκο ηθοποιό που αποκάλυψε σε εκπομπή τουρκικού τηλεοπτικού καναλιού ότι σκότωσε στην εισβολή του ΄74 δέκα Ελληνοκύπριους. Όταν μπήκα στο διαδίκτυο και «κατέβασα» την εφημερίδα και έφτασα στη σελίδα με το ρεπορτάζ αυτό, εμφανίστηκε στο γραφείο και η καθαρίστρια, η κυρία Μαρούλα -μετανάστρια στο βόρειο Λονδίνο από τον καιρό της προσφυγιάς- με εκείνη την τρομερή ηλεκτρική σκούπα της που σείει συθέμελα το κτήριο με τις δονήσεις και το θόρυβό της. Γύρισε και με κοίταξε με ελαφριά έκπληξη γιατί για πρώτη φορά παρέμεινα στο χώρο και δεν έσπευσα έξω μέχρι να τελειώσει τη δουλειά της.
Στην πραγματικότητα δεν ακούω ούτε την καμπανιστή φωνή της καθαρίστριας, ούτε την επίφοβη σκούπα της, γιατί η αφήγηση του Ατίλα Ολγκάτς με παίρνει πολύ μακριά και πολύ πίσω: «Είπα στο διοικητή μας ότι εγώ είμαι καλλιτέχνης και δεν μπορώ να σκοτώσω. Μου απάντησε: 'Εδώ τελειώνει η τέχνη, εδώ αρχίζει η αληθινή ζωή, ο πόλεμος. Σου έδωσα εντολή κι εσύ θα σκοτώσεις'. Ο πρώτος που σκότωσα ήταν ένας 19χρονος αιχμάλωτος στρατιώτης. Όταν έτεινα το όπλο προς το μέρος του, με έφτυσε. Τον πυροβόλησα στο μέτωπο και πέθανε. Στη συνέχεια, σκότωσα άλλους εννιά. Και αφού τους σκότωνα, πήγαινα στο αρχηγείο και έκλαιγα, αλλά την επομένη, σκότωνα και πάλιν».
Ξεκινώ λοιπόν να γράφω αυτό το κείμενο για τον Ατίλα Ολγκάτς κι όπου με βγάλει. Εννοώ ότι δεν έχω στο μυαλό μου ένα τουλάχιστον αδρό περίγραμμα για το τι θέλω να πω και πού θέλω να καταλήξω, όπως έχω συνήθως κάθε μέρα με τα χρονογραφήματά μου στη στήλη. Ομολογώ ότι δεν ξέρω τι θέλω να πω και δεν ξέρω πού θέλω να καταλήξω, προχωρώ στα τυφλά, με το ένστικτο, μπουσουλώντας στα τέσσερα, σαν μωρό. Δηλαδή απογυμνωμένος από κάθε διάθεση εκλογίκευσης και διαλογικού φιλτραρίσματος της σκέψης μου.
Απ' όλα όσα αφηγήθηκε, μένω για πολλή ώρα κολλημένος σ' αυτές τις τρεις φράσεις που ο Τούρκος ηθοποιός εκστόμισε έτσι πληροφοριακά και χαλαρά, χωρίς να υποψιάζεται την ανατρεπτική τους φύση: «Ο πρώτος που σκότωσα ήταν ένας 19χρονος αιχμάλωτος στρατιώτης. Όταν έτεινα το όπλο προς το μέρος του, με έφτυσε. Τον πυροβόλησα στο μέτωπο και πέθανε».Λέω ότι θα ήθελα να ήξερα το όνομα αυτού του 19χρονου παιδιού που εξαφανίστηκε μέσα στη λήθη του χρόνου, μέσα στο χώμα που τον σκεπάζει για τριάντα πέντε χρόνια, ίσως σε μια κιτρινισμένη πια και αδιάφορη στους πολλούς, λίστα αγνοουμένων. Αυτού του παιδιού που ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερος από μένα όταν έγινε η εισβολή, που είχε εκείνη την ψυχολογία που είχαμε όλοι στην εφηβεία μας, την ψυχολογία των παιδιών που δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους, των συναισθηματικών και ντόπρων παιδιών που αντιδρούν έτσι όπως ακριβώς σκέφτονται, των παιδιών που δεν ανέχονται να τους προσβάλλουν, να τους διατάζουν και να τους θίγουν το φιλότιμο.Λέω ότι θα ήθελα να ήξερα το όνομα αυτού του 19χρονου αγοριού που η ζωή του τέλειωσε τόσο όμορφα εκείνο το καυτό καλοκαίρι, αυτού του συναισθηματικού αλλά και σκληρού και άγριου αγοριού που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει σαν εμάς. Που δεν πρόλαβε να μαλακώσει σαν εμάς. Που δεν πρόλαβε να φοβηθεί σαν εμάς. Και που δεν πρόλαβε να συμβιβαστεί και να γίνει πολιτισμένος σαν εμάς.
Ναι, λέω ότι θα ήθελα να ήξερα το όνομα αυτού του παράξενου αγοριού που εκείνη την τελευταία στιγμή της ζωής του κοίταξε καλά τη μαύρη κάννη του όπλου που τον σημάδευε, αυτού του παράξενου αγοριού που κοίταξε κατάματα το δολοφόνο του και τον έφτυσε στα μούτρα πριν εκείνος πατήσει τη σκανδάλη και του φυτέψει μια σφαίρα στο μέτωπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου