Το Κ.Κ.Ε υπέρ των παρελάσεων. Και μάλιστα διαχρονικά!
Άρθρα της Β. Παπαρήγα:
Η μονοφωνία της πολυφωνίας (24/10/07)
Εδώ και πολύ καιρό ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., υποστηρικτής της «πολυφωνίας», της «ανοχής», της «διαφορετικότητας», έχει κηρύξει ανένδοτο με όποιον τολμά να ασκεί κριτική ή να αντιπαρατίθεται στις θέσεις ή επιμέρους απόψεις του. Οποιος τολμάει να απορρίψει τις θεωρήσεις του, κατατάσσεται αμέσως στο κλαμπ των «ακροδεξιών κι εθνικιστών», ταυτίζεται συνήθως με το ΛΑ.Ο.Σ. και θεωρείται εχθρός του διαλόγου και της επιστημοσύνης. Αντίθετα, όποιος συμφωνεί με το ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ ανακηρύσσεται αυτομάτως σε μαχητή της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων και του διαλόγου.
Η αρχή έγινε με το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, όπου κάθε είδους κριτική σε ένα πόνημα, που ένα μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας και του λαού απέρριψε ως αντιεπιστημονικό, ακατάλληλο προς χρήση, αντιστοιχούσε σε ψήφο εμπιστοσύνης στον εθνικισμό, στη μισαλλοδοξία και τη θρησκοληψία. Αίφνης το δικαίωμα στην άποψη και στην πολυφωνία αντικαταστάθηκε με το θέσφατο του ότι μόνο η επιστημονική ομάδα της Ιστορίας - και συγκεκριμένα εκείνη που συνέγραψε το εν λόγω βιβλίο - έχει δικαίωμα στην κρίση έναντι του έργου. Οσοι, δε, ιστορικοί δε συνεμορφώθησαν προς την παραπάνω υπόδειξη αντιμετώπιζαν πολύ σοβαρά την αμφισβήτηση του κύρους και της επιστημοσύνης τους. Οσο για τον απλό λαό, αυτός ταυτιζόταν με τη χιτλερική οχλοκρατία και τον ακροδεξιό συντηρητισμό, αν τόλμαγε όχι μόνο να διεκδικήσει ένα άλλο βιβλίο Ιστορίας που δε θα πρόσβαλλε την ιστορική μνήμη αλλά ακόμα κι αν ασκούσε μια απλή κριτική ή ζητούσε κάποιες διορθώσεις.
Αλήθεια, πού πήγε το δικαίωμα στην «πολυφωνία» που ευαγγελίζεται το εν λόγω σχήμα; Και ας μας πει επιτέλους τι είναι αυτή η πολυδιαφημιζόμενη πολυφωνία; Είναι μήπως η διατύπωση της ίδιας στοιχημένης άποψης με άλλα λόγια; Πώς αντιμετωπίζεται η αντιπαράθεση θέσεων στο βασίλειο της «πολυφωνίας»;
Η απάντηση πως κάθε διαφωνία με τον κοσμοπολιτισμό της Ρεπούση υποκρύπτει ταύτιση με ακροδεξιά αναθέματα αποτελεί από μόνη της τον ακρογωνιαίου λίθο του συντηρητισμού και της ισοπέδωσης των ιδεολογιών και της ιδεολογικής αντιπαράθεσης, μια πρακτική που εφαρμόζεται από τη δεκαετία του '90 τόσο από τις ΗΠΑ όσο κι από την ΕΕ, όταν, π.χ., ταυτίζουν τα σοσιαλιστικά καθεστώτα με το ναζισμό και το φασισμό.
Μάλλον αποδεικνύεται πως τα όρια αυτής της «πολυφωνίας» δεν αντέχουν στην ιδεολογική αντιπαράθεση και στην ανατροπή τους γιατί στην ουσία έχουμε να κάνουμε με τη μία και μόνη φωνή του κοσμοπολιτισμού, που ως διαφορετικότητα ορίζει και αντέχει μόνο τον εαυτό του. Πρόκειται για μια «μονοφωνική πολυφωνία» που απαιτεί οι λαοί να στρογγυλεύουν την ιστορία, τα λόγια, τις αντιπαραθέσεις τους με τη «νέα τάξη», τις διεκδικήσεις και τα δικαιώματά τους για ένα καλύτερο και πιο ανθρώπινο μέλλον σε ένα ανώδυνο και συζητήσιμο σχήμα που βολεύει κάθε Αφέντη και δίνει μια ψευδή εικόνα της επαναστατικότητας σε κάθε Δούλο.
Η ιστορία όμως συνεχίστηκε όταν από τη 17η του Σεπτέμβρη ήρθαμε αντιμέτωποι και με τη λογική της «ανοχής» διά χειρός ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ο οποίος αίφνης ανακάλυψε την Αμερική, όταν κήρυξε ανένδοτο κατά της ορκωμοσίας. Για την ιστορία, το ΚΚΕ από την είσοδό του στη Βουλή το 1974 έχει κατακτήσει το δικαίωμα να μη μετέχει στη θρησκευτική τελετή της ορκωμοσίας, με μια στάση αξιοπρέπειας, λεβεντιάς, χωρίς υστερίες και τυμπανοκρουσίες. Μια στάση που αναδεικνύει την άτεγκτη θέση του από κάθε θεοκρατικό θεσμό που κρατά το λαό δούλο της καπιταλιστικής εξουσίας, αλλά και το σεβασμό στο ατομικό δικαίωμα κάθε πολίτη να πιστεύει στο όποιο δόγμα.
Αλήθεια, σε τι αποσκοπούν οι «εφετζίδικες» δηλώσεις των βουλευτών του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ότι εκείνοι θα ορκιστούν μόνο στην τιμή τους και η επιδεικτική αποχώρησή τους την ώρα του αγιασμού;
Η πλειοψηφία του ελληνικού λαού, σήμερα, ακολουθεί τις θρησκευτικές παραδόσεις ως μέρος πολιτισμικής παράδοσης της χώρας. Πολλοί δεν αποτολμούν τον πολιτικό γάμο, γιατί φοβούνται τον κοινωνικό αποκλεισμό ή την κριτική από την οικογένεια και τον κοινωνικό τους περίγυρο. Αποδέχονται το θρησκευτικό όρκο περισσότερο ως εθιμοτυπικό τελετουργικό παρά ως θρησκευτική ή μεταφυσική αναγκαιότητα. Συνεπώς, η επιδεικτική αποχώρηση από τη θρησκευτική τελετή της ορκωμοσίας των βουλευτών δεν πλήττει ούτε το σύστημα, ούτε το δικομματισμό, ούτε την Εκκλησία. Επί της ουσίας δείχνει τον ελιτισμό ενός κόμματος απέναντι σε ένα κοινωνικό φαινόμενο, η ύπαρξη του οποίου χρησιμοποιείται σαν απαραίτητο ντεκόρ για «άσκηση εναλλακτικών επαναστατικών γυμνασμάτων», για τη δημιουργία μιας εντύπωσης «διαφορετικότητας».
Ο ελιτισμός τιμωρεί τους «αδαείς» και τους «πληβείους», τους πολλούς και τους «μη εκλεκτούς», αλλά ταυτόχρονα τους χρειάζεται για να ξεχωρίζει η μοναδικότητά του, η οποία χρησιμοποιείται ως δικαιολογία στην επιβολή του ως εξουσίας των λίγων επί των πολλών. Γι' αυτό κι ο ελιτισμός δείχνει τεράστια «ανοχή» αποκλειστικά και μόνο στη μοναδικότητά του.
Πλησιάζοντας η 28η Οκτώβρη, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. επανέφερε το ζήτημα των παρελάσεων ζητώντας εντόνως την κατάργησή τους ως φασιστικών και μιλιταριστικών γυμνασμάτων. Και φυσικά όπως πάντα κάθε αντίθετη άποψη δαιμονοποιείται ως συγχρωτισμός με το ΛΑ.Ο.Σ. και τη Μεταξική ιδεολογία. Και το ερώτημα επανέρχεται με επιμονή: Κάθε διαφορετική άποψη απ' αυτή του εν λόγω συνασπισμού είναι εκ προοιμίου φασιστική; Αυτή είναι η κοινωνία της «διαφορετικότητας» που ευαγγελίζονται; Από τη στιγμή που η παρέλαση δεν είναι υποχρεωτική για όλους τους μαθητές, αλλά μόνο για όσους επιλέξουν να συμμετέχουν, γιατί δεν αναγνωρίζουν το δικαίωμα αυτών που επιλέγουν τη συμμετοχή;
Δηλαδή, στην κοινωνία της «διαφορετικότητας» που προτείνουν θα γίνεται δεκτό μόνο ό,τι αυτοί ορίζουν ως διαφορετικό κι εξαιρετικό; Πρόκειται για ένα ιδεολογικό νεφέλωμα που νομιμοποιεί μόνο ό,τι ορίζει κι εξυπηρετεί έναν κοσμοπολιτισμό ως διαφορετικότητα γι' αυτό και προτείνει παρελάσεις διδύμων παιδιών στην Αμερική, ή άλλες ατόμων με την όποια σεξουαλική προτίμηση στο βωμό του θεάματος και του ευτελισμού της ανθρώπινης προσωπικότητας. Οποιαδήποτε άλλη συλλογική μορφή έκφρασης που μπορεί εν δυνάμει να αποκτήσει ταξικά χαρακτηριστικά και να διασώζει και να διαιωνίζει την ιστορική μνήμη την αποκαλούν εθνικιστική ή συντηρητική, και ζητούν τη «διά ροπάλου» κατάργησή τους. Αλήθεια, γιατί δεν προτείνουν οι ίδιοι μια εναλλακτική μορφή μαζικής συμμετοχής για να γιορτάζεται η Αντίσταση του ελληνικού λαού έναντι του ναζισμού; Πώς χαρακτηρίζουν οι ίδιοι τις παρελάσεις του ΕΛΑΣ κατά την είσοδό του στις περιοχές που απελευθέρωνε; Μήπως αποτελούσαν κι αυτές δείγμα εθνικισμού και μισαλλοδοξίας;
Ο πολιτικός ελιτισμός υπήρξε πολλές φορές στην ιστορία το καλύτερο όχημα για τη διαιώνιση του καπιταλισμού στην πιο ακραία του μορφή. Σε τι διαφέρει η ισοπέδωση της «καθαρότητας» που αναβιώνουν τα σύγχρονα ακροδεξιά ιδεολογήματα από αυτή που διατυμπανίζει η «πολυφωνία», η «ανοχή», η «διαφορετικότητα» σχημάτων τύπου ΣΥ.ΡΙΖ.Α.;
Ορισμένες φορές αναρωτιέσαι σε τι ακριβώς διέφεραν ο Αγών του Χίτλερ με τις ταινίες της Ρίφενσταλ.
Και πάντα καταλήγεις στο ίδιο συμπέρασμα: Αντικαθρεφτίσματα του ίδιου νομίσματος...
Περί παρελάσεων και άλλων τινών (6/11/05)
« - Πώς σε λένε;
- Ελληνίδα
- Τι έκανες;
- Υπηρετούσα το λαό».
(Στιχομυθία της Ηλέκτρας Αποστόλου με τους βασανιστές της. Από το βιβλίο «Οι δοσίλογοι της κατοχής»).
Η συζήτηση περί εορτασμών και παρελάσεων αναζωπυρώνεται κάθε 25η Μαρτίου και 28η Οκτωβρίου. Επί των ημερών του, το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα προβληματίστηκε για την αναγκαιότητα της καθιερωμένης αντιαμερικανικής πορείας του Πολυτεχνείου, στο όνομα της προστασίας της γιορτής από τα έκτροπα κάποιων επονομαζόμενων «γνωστών αγνώστων». Παρόμοια ερωτήματα αναζωπυρώνονται κάθε τόσο π.χ. για το αν το ορθό περιεχόμενο της Πρωτομαγιάς είναι η γιορτή της εργατικής τάξης ανά τον κόσμο ή η είσοδος της άνοιξης. Φέτος, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η μνήμη δέχτηκε ισχυρή πίεση, προκειμένου να αντικαταστήσει τον εορτασμό της 9ης Μάη ως Μέρας της Αντιφασιστικής Νίκης με αυτόν της Ενωμένης Ευρώπης, στο όνομα της απάλειψης των μαύρων σελίδων του παρελθόντος και της έναρξης μιας νέας «ενωμένης και κοινής» ιστορίας.
Αραγε, τι μορφή και περιεχόμενο θα μπορούσαν να δώσουν οι εμπνευστές της Ενωμένης Ευρώπης στον εορτασμό αυτής της «ένωσης»; Σίγουρα την απόλυτη σιωπή και την τύφλωση, αλλιώς κινδυνεύουν να φανούν οι χάσκουσες ρωγμές που αποκαλύπτουν τον εφιάλτη μιας γιορτής που επιβραβεύει τη διάλυση μιας χώρας που λεγόταν Γιουγκοσλαβία, την παραμόρφωση της Βαλκανικής Χερσονήσου και την κατοχή της Β. Ιρλανδίας και της Β. Κύπρου.
Κι επειδή ενός κακού μύρια έπονται, πρέπει, αλήθεια, να παρελαύνει κάποιος στο όνομα εθνικών παλιγγενεσιών και λαϊκών νικών, σε μια «παγκοσμιοποιημένη δημοκρατία» που αναζητά μια κοινή μνήμη; Σύμφωνα με τα τελευταία ανακοινωθέντα κάτι τέτοιο δεν είναι σύννομο με τη σύγχρονη σκέψη και αμφισβήτηση, γιατί τέτοιοι εορτασμοί συνιστούν κατάλοιπα φασιστικών νοοτροπιών και ρατσιστικών αντιλήψεων. Επιπροσθέτως, ακούγεται τελευταία και μια άκρως ενδιαφέρουσα και πρωτάκουστη άποψη, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει ακόμα και ιδεολογική ομπρέλα της παραπάνω αντίληψης: Την Επανάσταση του 1821 δεν την κέρδισε ο ελληνικός λαός, αλλά η εμπλοκή των ξένων δυνάμεων στο εσωτερικό της χώρας. Αρα, ορθώς κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί γιατί πανηγυρίζουμε κάθε 25η Μαρτίου.
1. Αποτελούν οι εορτασμοί της 25ης Μαρτίου και της 28ης Οκτωβρίου, αντίστοιχα, προϊόντα κάποιων συγκεκριμένων θεοκρατικών ή κυβερνητικών δυνάμεων στο όνομα άνομων ή απάνθρωπων σκοπιμοτήτων;
Κατ' αρχήν, οι δύο επέτειοι αποτελούν το σύμβολο μνήμης δύο εθνικοαπελευθερωτικών εξεγέρσεων. Τόσο η Επανάσταση του 1821 όσο και η Εθνική Αντίσταση κατά των Γερμανοϊταλών αποτελούν δύο κορυφαίες και κρίσιμες νίκες του ελληνικού λαού για την ύπαρξη της Ελλάδας ως εθνικά ανεξάρτητης χώρας. Η δε σημασία τους αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα καθώς είναι γνωστό πως ο ελληνικός λαός και στις δύο ιστορικές στιγμές ήρθε αντιμέτωπος όχι μόνο με το αξιόμαχο και την υπεροπλία του αντιπάλου, αλλά και με μια σειρά «συμμάχους» που οραματίζονταν μια Ελλάδα κι ένα λαό ανίκανο να προασπίσει την ίδια του την ύπαρξη, ώστε να κατοχυρώσουν το ρητό του μεγάλου κήτους που πάντα θα τρώει το μικρό στην εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας.
Αυτές οι επέτειοι δεν αποτέλεσαν νίκη κι επιβολή κανενός δικτάτορα αλλά τις κέρδισε επάξια ο ελληνικός λαός, με πολύχρονες μάχες και θυσίες. Μαζί μ' αυτές κέρδισε και τη σημαία του, τον Υμνο του και την παράδοση που θέλει η ιστορία να κερδίζεται στους δρόμους και όχι σε think tank και διευθυντήρια πολυεθνικών.
Θα ήταν, δε, εξαιρετικά διδακτικό για όσους έχουν αντικαταστήσει τη μέχρι τώρα ιστορία της ανθρωπότητας με αυτήν της ευρωπαϊκής και υπερατλαντικής ολοκλήρωσης, να ανατρέξουν στις κορυφαίες στιγμές της παγκόσμιας ιστορίας, όπου η λαϊκή νίκη στα πεδία των μαχών δόθηκε με την ύψωση της ματωμένης σημαίας. Η μπαρουτοκαπνισμένη σημαία της Γαλλικής Επανάστασης έγινε σύμβολο των μετέπειτα κομμουνάρων κι αναγνωρίστηκε από όλους τους λαούς ως σύμβολο αντίστασης κι «εφόδου στον ουρανό». Η σημαία της Οχτωβριανής Επανάστασης γίνεται η παντιέρα της παγκόσμιας αντιφασιστικής νίκης των λαών, σφραγίδα της ταφόπλακας του ναζισμού, όταν υψώνεται στο Βερολίνο. Οσο για την ελληνική σημαία, αυτή ξεκίνησε το 1821, για να περάσει το 1940 - 1945 από την Πίνδο και τον Υμηττό, να διασχίσει το 1949 το Γράμμο και το Βίτσι και να καταλήξει ματωμένη αλλά αλώβητη στην ετήσια πορεία του Πολυτεχνείου.
Η μοναδική σημαία που, σήμερα, επισείει την μήνι και δέχεται τα πυρά όλων των λαϊκών πορειών και διαδηλώσεων είναι η αμερικανική, γιατί αυτή για πάνω από μισόν αιώνα κυματίζει πάνω από κατοχικούς στρατούς και βομβαρδισμένους λαούς, υπενθυμίζοντας πως οι λαοί ακόμα έχουν πολύ δρόμο μέχρι την τελική νίκη.
Αλήθεια, αν οι παρελάσεις με τα υψωμένα λάβαρα ήταν φασιστικό κατάλοιπο που αναβίωνε με αφορμή τις επετείους, γιατί το ΕΑΜ θα αναβιώσει την παρέλαση της 25ης Μαρτίου μεσούσης της Κατοχής και θα καθιερώσει τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου; Γιατί οι κατοχικές δυνάμεις και η ενδοτική κυβέρνηση θα προσπαθήσουν να καταστείλουν τους εορτασμούς;
«Ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου αποφασίστηκε στις αρχές του Οκτώβρη 1941 σε μια συνεδρίαση του Γραφείου της ΚΕ της ΟΚΝΕ σε κάποιο σπίτι στην Κυψέλη... Την παραμονή της 28ης Οχτώβρη οι αρχές της κατοχής μετάδιναν από το ραδιόφωνο, δημοσίευαν στις εφημερίδες και είχαν τοιχοκολλήσει και στα κεντρικά σημεία της Αθήνας και των άλλων πόλεων της Ελλάδας ανακοινώσεις με τις οποίες απαγόρευσαν τις συγκεντρώσεις και τις κάθε είδους εκδηλώσεις την ημέρα αυτή, με ποινή επί τόπου εκτέλεση κλπ»...
«... Στις 11 ακριβώς έβλεπες να καταφθάνουν οι φάλαγγες από τους διάφορους τόπους προσυγκέντρωσης με τις ελληνικές σημαίες μπροστά... Χιλιάδες και χιλιάδες φοιτητές, μαθητές, εργάτες είχαν πλημμυρίσει την πλατεία Συντάγματος. Διάφοροι ομιλητές πήραν το λόγο... άλλοι κατέθεταν στεφάνια στον Αγνωστο Στρατιώτη... ενώ οι συγκεντρωμένοι... έψαλαν τον εθνικό ύμνο. Εκεί για πρώτη φορά ακούστηκε το σύνθημα "θάνατος στο φασισμό - λευτεριά στο λαό"... Μπροστά στον όγκο των συγκεντρωμένων - που θα ήταν πάνω από 5.000 - δεν τόλμησαν να επέμβουν οι χαφιέδες και οι καραμπινιέροι - ειδοποιήθηκε η ιταλική καβαλερία που άρχισε να χτυπάει τους διαδηλωτές».1
Οσο για την επέτειο της 25ης Μαρτίου αυτή γιορτάστηκε το 1942 για πρώτη φορά μέσα στην κατοχή με πρωτοβουλία του ΕΑΜ Νέων, όπως σημειώνεται στην Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης 1940 - 1945.
«... Την άλλη μέρα, 25 του Μάρτη, χιλιάδες λαού κατεβαίνουν από τις πρωινές ώρες στους δρόμους για να τιμήσουν την επέτειο της εθνικής επανάστασης. Οι διαδηλωτές εργάτες, ανάπηροι, φοιτητές, μαθητές, υπάλληλοι και νοικοκυρές, κρατώντας ελληνικές σημαίες και λουλούδια και τραγουδώντας πατριωτικά τραγούδια συγκεντρώνονται στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Εκεί μ' επικεφαλής τους αναπήρους του ελληνοϊταλικού πολέμου... στεφανώνουν το μνημείο..., το ραίνουν με λουλούδια και ψάλλουν το εθνικό ύμνο. Οι Ιταλοί καραμπινιέροι χτυπούν τους διαδηλωτές... Οι συγκρούσεις... κράτησαν ως το απόγευμα».2
Τα παραπάνω καταδεικνύουν ότι ο εορτασμός των δύο επετείων ουδεμία σχέση και συγγένεια είχε με τις μεταξικές τελετές και παρελάσεις. Αντιθέτως, αποτελεί την απόλυτα λαϊκή έκφραση αντίστασης όχι μόνο στον ξένο κατακτητή, αλλά και στην ελληνική πολιτεία που στηρίζει τη φασιστική κατοχή. Οπως βλέπουμε δε μετέχουν μόνο ανάπηροι πολέμου αλλά εργαζόμενοι, μαθητές και φοιτητές σε μια προσπάθεια να ενωθεί η ιστορική μνήμη με το παρόν και να μεταλαμπαδευτούν οι αξίες της ανυπακοής και της αντίστασης στις μέλλουσες γενιές γι' αυτό και δέχονται τις επιθέσεις της άρχουσας τάξης, η οποία στοιχίζεται πίσω από τις κατοχικές αρχές.
2. Πρέπει να καταργηθεί η συμμετοχή των μαθητών σε μια παρέλαση στην οποία συμμετέχει ο στρατός, προκειμένου να αποφευχθεί η ταύτιση της μαθητιώσας νεολαίας με μιλιταριστικές πρακτικές;
Εδώ οφείλει κανείς να εξετάσει προσεκτικά μια ενδεχόμενη θετική απάντηση, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην ολοκληρωτική ακύρωση του περιεχομένου και της ουσίας των προαναφερόμενων γιορτασμών, οι οποίες έχουν τις ρίζες τους στην ιστορία ενός λαού που μάχεται για εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή εξουσία.
Κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου, η Εθνική Αντίσταση γιορτάζει και τις δύο επετείους. Τόσο τα ένοπλα τμήματα όσο και οι πολίτες (ακόμα και ο ένοπλος λαϊκός κλήρος) λαμβάνουν μέρος στην προετοιμασία, στην περιφρούρηση και παρουσίαση των εορταστικών εκδηλώσεων.
Το περιεχόμενο και η φόρμα των δύο αυτών εορτασμών θα αλλάξει με την επικράτηση του ξενόδουλου αστικού κι εμφυλιακού κράτους. Μην μπορώντας οι νικητές να αγνοήσουν τις δύο εθνικές λαϊκές εξεγέρσεις αποφασίζουν να τις προσαρμόσουν στα δικά τους επινίκια, προκειμένου να υποθηκεύσουν και να χειραγωγήσουν τη μνήμη των μετέπειτα γενεών. Χρησιμοποιούν τον εθνικό στρατό ως φόβητρο στη λαϊκή έκφραση αντίστασης και υποχείριο της ξενόδουλης εξουσίας και τις μαθητικές παρελάσεις ως επιβεβαίωση της νίκης τους. Στόχος, η καταστολή ενός λαϊκού και ταξικά προσανατολισμένου κινήματος που υπερασπίζεται την εθνική ανεξαρτησία της χώρας, διασφαλίζοντάς τη με τη δημιουργία ενός στρατού, που μαζί με το λαό διεκδικούν την επαναστατική ανατροπή και την επιβολή της λαϊκής εξουσίας.
Αν είχε επικρατήσει το ΕΑΜ μετά το τέλος του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου, θα μπορούσε να θεωρηθεί μιλιταριστική η παράδοση μιας παρέλασης λαού (συμπεριλαμβανομένων και των μαθητών) και στρατού στους γιορτασμούς εθνικών επετείων; Μπορεί να εξισωθεί η παρέλαση των χιτλερικών ενόπλων δυνάμεων και της Ναζιστικής Νεολαίας με αυτήν του Σοβιετικού Στρατού και του λαού μιας χώρας που σφράγισε την τύχη της Αντιφασιστικής Νίκης των λαών; Αν οι Ιρακινοί εκδιώξουν τα αμερικανικά στρατεύματα κατοχής από τη χώρα τους, θα αποτελέσει η παρέλαση της ιρακινής αντίστασης δείγμα ιμπεριαλιστικού μιλιταρισμού;
Η πρόταση του ΣΥΝ να καταργηθούν οι παρελάσεις μαθητών και να αντικατασταθούν από εκδηλώσεις «ουσιαστικής εμβάθυνσης» της ιστορικής μνήμης σε κλειστούς χώρους αποτελούν αναδιατύπωση του επιχειρήματος της άρχουσας τάξης, που επιδιώκει την κατάργηση των εορτασμών του Πολυτεχνείου και της Πρωτομαγιάς, στο όνομα μιας Νέας Τάξης Πραγμάτων και βαφτίζει την έκφραση της λαϊκής αντίστασης και της ταξικής πάλης παρελθούσα βαρβαρότητα. Ο κλειστός χώρος ενός σχολείου δεν εξασφαλίζει απαραίτητα την εμβάθυνση μιας σχολικής γιορτής στα ιστορικά γεγονότα, τη στιγμή που το εκπαιδευτικό σύστημα ελέγχεται από την ίδια αστική τάξη, η οποία από το 1944 έως σήμερα επιχειρεί ποικιλοτρόπως τη φίμωση της ιστορίας όλων των εθνικοαπελευθερωτικών και ταξικών κινημάτων. Οσο για τη σημειολογία της λαϊκής πορείας και συγκέντρωσης στους δρόμους της χώρας, αυτή σηματοδοτεί τη λαϊκή ενότητα και πολεμική που οδηγεί στην ανατροπή του υπάρχοντος συστήματος. Η απάλειψη και η αντικατάστασή της από πρακτικές real politic (ρεάλ πολιτίκ) σημαίνει την παραδοχή της καπιταλιστικής μονοκρατορίας και την υποταγή της «εφόδου στον ουρανό», στις αλυσίδες της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας.
3. Θα μπορούσε, άραγε, να προσβληθεί ένας αλλοδαπός μετανάστης ή επισκέπτης από δημόσιους εορτασμούς της αντιφασιστικής νίκης στην Ελλάδα; Θα αισθανόταν θύμα ρατσισμού ένας Ελληνας τουρίστας στο Παρίσι κατά τη διάρκεια των εορτασμών της 14ης Ιουλίου;
Ναι, αν μιλάμε για θιασώτες του ναζισμού ή της λουδοβίκιας παλινόρθωσης. Η ιστορία έχει δείξει πως οι νίκες των λαϊκών και ταξικών κινημάτων είχαν παγκόσμια αίγλη και ταυτίστηκαν με τις νίκες των αντίστοιχων κινημάτων σε εθνικό επίπεδο. Ο Γκεβάρα, ο Φιντέλ, ο Αλιέντε ή ο Λουμούμπα δεν αποτελούν για τον ελληνικό λαό πορτρέτα ξένων εθνικιστών, αλλά συνειρμοί οικείων μορφών όπως αυτές του Λαμπράκη, του Σουκαντζίδη ή του Μπελογιάννη. Οι μόνοι που φοβούνται τις ηρωικές σελίδες ή τους ήρωες ενός λαού είναι οι εξουσίες και οι προσκυνημένοι που συγγράφουν τις μαύρες σελίδες της ιστορίας, προσπαθώντας να ξορκίσουν το αναπόφευκτο τέλος τους.
4. Ενας λαός γιορτάζει μόνο νίκες για να σηματοδοτήσει την επικράτηση του;
Επέτειοι όπως αυτές που προαναφέρθηκαν ή αυτές του Πολυτεχνείου και της Πρωτομαγιάς δε γιορτάζονται ως εκδικητικά κι επιδεικτικά επινίκια επιβολής μιας τάξης ή μιας ιστορικής φάσης έναντι μιας άλλης. Αποτελούν σταθμούς ωρίμανσης της ιστορίας ενός λαού και της ταξικής του πάλης σε εθνικό επίπεδο. Η Επανάσταση του 1821 αποτελεί νίκη του ελληνικού λαού, γιατί κατακτά την παραπέρα ιστορική του εξέλιξη, δημιουργώντας το δικό του εθνικό κράτος, έστω κι αν δεν μπορεί τελικά να αποτρέψει την ξένη επέμβαση σε αυτό. Η ελληνική Εθνική Αντίσταση αποτελεί, μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, μια από τις σημαντικότερες «εφόδους στον ουρανό» - έστω κι αν δεν έκοψε το νήμα - αφού καταφέρνει σε μικρό χρονικό διάστημα να δημιουργήσει ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα που να συσπειρώνει τη λαϊκή πλειοψηφία στην ταυτόχρονη διεκδίκηση της λαϊκής εξουσίας. Το Πολυτεχνείο θα αποτελέσει τον απόηχο και το συνδετικό κρίκο του ΕΑΜ με τα σύγχρονα λαϊκά κινήματα στη χώρα μας, ακόμα κι αν η μεταπολίτευση διαψεύσει τις ελπίδες για μια γενικότερη αλλαγή.
Οσο για την Πρωτομαγιά, οι πορείες των ανέργων στη Νάουσα, με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, είναι η απόδειξη πως αυτοί που θα προασπίσουν αυτή τη φλούδα γης θα είναι οι ίδιοι που θα παλέψουν για να μην υποθηκευτεί το μέλλον ενός ολόκληρου λαού στα πειράματα της αστερόεσσας και ευρωενωσιακής γκιλοτίνας.
Οποιος σήμερα επιθυμεί την απαλοιφή της ιστορικής μνήμης τάσσεται με αυτούς που σήμερα βαφτίζουν τη σιωπή και την υποταγή πολιτισμό. Οποιος όμως διεκδικεί να εορτάζεται η ιστορική μνήμη όπως της πρέπει τότε γίνεται ένα με τους «κολασμένους» αυτής της γης που είναι ταγμένοι να επιστρέψουν τις αλυσίδες τους στους δεσμοφύλακές τους.